Τρίτη 23 Απριλίου 2013

Η Λυτρωτική Θυσία ως Αντικατάσταση

Η Λυτρωτική Θυσία ως Αντικατάσταση
23 Απριλίου 2013
Θρησκεία / Θεολογία  

«Παρέδωκα γὰρ ὑμῖν ἐν πρώτοις, ὃ καὶ παρέλαβον, ὅτι Χριστὸς ἀπέθανεν ὑπὲρ τῶν ἁμαρτιῶν ἡμῶν κατὰ τὰς γραφάς καὶ ὅτι ἐτάφη καὶ ὅτι ἐγήγερται τῇ ἡμέρᾳ τῇ τρίτῃ κατὰ τὰς γραφάς» ( 1 Κορ. 15, 3-4).
Καμιά δήλωση δεν είναι πιό ουσιώδης για τη Χριστιανική πίστη όσον η διατύπωση του Απ. Παύλου της Αποστολικής Παράδοσης. Τα λόγια ‘παρέδωκα… παρέλαβον» ιδιαιτέρως περιγράφουν αυτήν ακριβώς την παραλαβή της Παράδοσης. Αυτά τα λόγια αντιπροσωπεύουν αυτό που αποτελεί την ήδη παραληφθείσα διδασκαλία της πίστης, την κατάθεση των Αποστόλων. Η Χριστιανική πίστη δεν στηρίζεται μόνο στο ότι ο Χριστός απέθανε και αναστήθηκε από τους νεκρούς αλλά στο ότι «απέθανε για τις αμαρτίες μας σύμφωνα με τις Γραφές».
Ο θάνατος του Ιησού είναι με κάποιο τρόπο «θάνατος για τις αμαρτίες μας». Αυτή είναι η ουσία του Ευαγγελίου, η πλέον πρωτόγονη διδασκαλία της Εκκλησίας. Ωστόσο σ’ αυτό το πρωτόγονο σημείο πρεπει να απαντηθούν κάποια ουσιώδη ερωτήματα.
«Πώς γίνεται ο θάνατος του Χριστού να έγινε «για τις αμαρτίες μας;»
«Πώς γίνεται ο θανατός Του και η Ανάστασή Του να πραγματοποιήθηκαν «σύμφωνα με τις Γραφές;»
Παρόλο που ο Ιησούς δίδαξε τους μαθητές Του ξεκάθαρα ότι επρόκειτο να σταυρωθεί και ν’ αναστηθεί την τρίτη ημέρα, αυτοί δεν το κατανόησαν. Και δεν το κατανόησαν γιατί δεν αποτελούσε μέρος της παραδοθείσας προσδοκίας των Ιουδαίων για το Μεσσία. Το ότι ο Χριστός απέθανε για τις αμαρτίες μας σύμφωνα με τις Γραφές είναι ένα μέρος της πίστης μας που έγινε γνωστό μόνο ύστερα από την Ανάσταση: δεν προκύπτει από την Παράδοση αλλά αποτελεί διδασκαλία του Ίδιου του αναστημένου Κυρίου.
Σ’ αυτό το σημείο τα τελευταία χρόνια έχουν αρχίσει να αναφύονται διαφωνίες. Για κάποιους ο θάνατος του Χριστού πάνω στο Σταυρό αποτελεί την εκπλήρωση ενός χρέους προς το Θεό, το χρέος της αμαρτίας του Αδάμ. Κατ’ άλλους ο θάνατος του Χριστού στο Σταυρό είναι θυσία αίματος για να κατευνάσει την οργή του Θεού που προκλήθηκε από την αμαρτία του Αδάμ. Κι ακόμα γι’ αλλους ο θάνατος του Χριστού είναι η κατάλυση του Αδη και του ίδιου του θανάτου, η θεραπεία της φθοράς που προκάλεσε η αμαρτία. Υπάρχουν ακόμα και άλλες απόψεις, ωστόσο η διαφωνία βρίσκεται κυρίως μεταξύ των υποστηρικτών της μιάς ή της άλλης εκδοχής εκ των ανωτέρω απόψεων.
Οι πρώτες δύο απόψεις καταχωρούνται γενικά στην κατηγορία του ‘εγκληματολογικού’ μοντέλου. Εδώ υπάρχει ένα χρέος ή μιά θεϊκή συνέπεια( οργή) που πρέπει είτε να ξεπληρωθεί είτε να μεταστραφεί. Υποστηρίζεται με διάφορους τρόπους ότι μόνο ένας τέλειος Ανθρωπος μπορεί να ξεπληρώσει το χρέος (ή να μεταστρέψει την οργή). Και επειδή όλοι οι άνθρωποι αμαρτάνουν μόνο ο Θεός μπορεί να αναλάβει αυτό το έργο. Επομένως ο Θεός έγινε άνθρωπος, ώστε ο Θεός ως άνθρωπος να καταφέρει αυτό που ο άνθρωπος δεν μπορούσε να κάνει από μόνος του.
Στο δεύτερο μοντέλο, η αμαρτία και ο θάνατος είναι σχεδόν ταυτόσημες έννοιες. Αντί να έχουν εγκληματολογικό( νομικό) χαρακτήρα είναι οντολογικές (υπαρξιακές- σχετίζονται με την ύπαρξη). Η αμαρτία είναι η ασθένεια της φθοράς, η κίνηση από την αληθινή ύπαρξη στη μη-ύπαρξη. Το καταστροφικό χάος που αφήνει στο περάσμά της θεωρείται περισσότερο ως ‘σύμπτωμα’ παρά ως νομικό πρόβλημα. Ο ελεήμων Θεός ενανθρωπίζεται και ως Θεάνθρωπος εισέρχεται στα βάθη του θανάτου και του Άδη, τα βάθη της οντολογικής φθοράς και την καταργεί. Με την Ανάστασή Του ( η οποία είναι απαραίτητο μέρος αυτού του μοντέλου σε αντίθεση με τα προηγούμενα) η οντολογική μας φθορά καταργείται ή μάλλον ‘θανατώνεται’ και εμείς αναγεννόμαστε στην αιώνια ζωή της αναστάσεως ( που είναι θέμα ποιότητας και όχι μόνο μακροβιότητας). Σ’ αυτό το μοντέλο υπάρχει συμμετοχή και κοινωνία. Αυτός πεθαίνει για να ζήσουμε εμείς. Προσλαμβάνει το θάνατό μας για να μπορέσουμε να προσλάβουμε τη ζωή Του.
Και στα δύο μοντέλα υπάρχει η πραγματικότητα της αντικατάστασης- ο Ιησούς Χριστός παίρνει τη θέση του ανθρώπου. Ωστόσο η φύση της αντικατάστασης και επομένως η φύση της ίδιας της σωτηρίας είναι διαφορετικές. Στην κατηγορία του εγκληματολογικού μοντέλου ο Χριστός αποδέχεται την τιμωρία που άρμοζε στον άνθρωπο: ο Χριστός τιμωρείται στη θέση του ανθρώπου. Βεβαίως αυτό αποτελεί μιά ένδειξη της αγάπης του Θεού αλλά τόσο το χρέος που οφείλεται όσο και ή οργή που μεταστρέφεται ανήκουν και πάλι στο Θεό. Η αποδοχή εκ μέρους του Χριστού των ανθρωπίνων συνεπειών στη θέση του ανθρώπου βρίσκεται στο επίκεντρο του εγκληματολικού μοντέλου- ή τουλάχιστον στο επίκεντρο αυτού που το διακρίνει από τα οντολογικά μοντέλα.
Η αντικατάσταση του Χριστού στα εγκληματολογικά μοντέλα αφαιρεί τον άνθρωπο από οποιαδήποτε λυτρωτική δράση. Ο άνθρωπος δεν τιμωρείται αλλά συγχωρείται. Η οργή του Θεού μεταστρέφεται και ο άνθρωπος αποφεύγει την καταδίκη της κολάσεως. Ο Ιησούς την αποδέχεται στη θέση του ανθρώπου. Η δικαίωση είναι εξωτερική- πραγματοποιείται έξω από τον άνθρωπο και χωρίς τον άνθρωπο. Διά της πίστεως ο άνθρωπος αναγνωρίζει το δώρο αυτό του Χριστού και δέχεται το δώρο της συγχώρεσης που δεν θα του ανήκε με οποιοδήποτε άλλο τρόπο.
Η αντικατάσταση στο δεύτερο (οντολογικό) μοντέλο έχει διαφορετικό χαρακτήρα. Ο Χριστός μπήκε στη ζωή και την κατάσταση του ανθρώπου( του ανθρώπινου γένους), αλλά δεν αφαιρεί τον άνθρωπο από την όλη εξίσωση. Ο Σταυρός δεν είναι ξένος για τον άνθρωπο- είναι το πλήρωμα των συνεπειών της ανθρώπινης αμαρτίας. Η έννοια της αντικατάστασης του Χριστού στα οντολογικά μοντέλα δεν είναι αντικατάσταση αλλά ένωση. Ο Χριστός ενώνεται με τον άνθρωπο ( η Ενανθρώπιση) ώστε να αναλάβει ολόκληρη την ανθρώπινη φύση ( εκτός αμαρτίας, που είναι ξένη προς τη φύση μας)πάνω Του και μέσα Του.
Το σημαντικότερο ωστόσο, είναι ότι αφού ο Χριστός αναλαμβάνει την ανθρώπινη φύση ενώνει επίσης τον Εαυτό Του μαζί μας και εμείς αναλαμβάνουμε τη θεότητά Του. Ως Θεός και άνθρωπος ο Χριστός εισέρχεται στο θάνατο, στον Αδη, στο πλήρωμα των συνεπειών του χωρισμού μας από το Θεό. Ως Θεός και ως άνθρωπος, ο Χριστός καταργεί το θάνατο και ενώνει θριαμβευτικά τον ανθρωπο με την Ανάστασή Του. Είναι αληθινός μεσίτης, αφού μας αποκατέστησε στην κοινωνία με το Θεό για την οποία είχαμε δημιουργηθεί.
Πιθανόν να λεχθεί ότι αυτό το δεύτερο μοντέλο δεν αποτελεί ορθή αντικατάσταση. Συμφωνώ αν με τον όρο αντικατάσταση εννοούμε ‘παίρνω τη θέση’ κάποιου. Ωστόσο τα προβλήματα με την έννοια της λέξης αντικατάσταση αναφύονται σε σχεση με την ιδέα του Χριστού ως κάποιου που παίρνει τη θέση κάποιου άλλου. Ο Χριστός ως κάποιος που παίρνει τη θέση κάποιου δημιουργεί τη λεγόμενη ‘θεολογία της απουσίας’. Αν ο Χριστός απλώς παίρνει τη θέση μας τότε η σωτηρία μας είναι νομικίστικη και συμβαίνει έξω από μάς. Αν ο Θεός απλώς μάς κηρύξει ‘δίκαιους’, ‘συγχωρεμένους’, ή ‘ολοκληρωμένους’ τότε η Ενανθρώπιση, η Σταύρωση και η Ανάσταση μετατρέπονται σε κάποιο είδος αφαίρεσης. Η ‘αναγκαιότητα’ τους θα υπάρχει μόνο στο Θεό, ο οποίος θα μπορούσε να μάς κηρύξει ‘δίκαιους’ χωρίς όλην αυτή τη φασαρία. Στην πραγματικότητα δεν μπορεί να υπάρξει οποιαδήποτε ανάγκη για το Θεό, είτε προκειται για τη δικαιοσύνη Του είτε για οτιδήποτε άλλο. Ο Θεός είναι ελεύθερος και δεν έχει καμιά ανάγκη.
Ωστόσο, υπάρχει μιά ανάγκη η οποία βρίσκεται μέσα μας. Είμαστε στ’ αλήθεια διαλυμένοι, άδικοι, αμαρτωλοί και χρειαζόμαστε θεραπεία ενώ βρισκόμαστε υπό το κράτος του θανάτου και της φθοράς. Αν η θεραπεία μας χρειαζόταν μόνο μιά λέξη, τότε γιατί δεν τη λέγαμε πολύ νωρίτερα;
Η αναγκαιότητα της σωτηρίας βρίσκεται μέσα μας. Η Ενανθρώπιση του Ιησού, η Σταύρωση και η Ανάστασή του είναι πράξεις ελευθερίας. Είναι με απόλυτη ελευθερία και συνεργασία που Ενανθρωπίζεται μέσα στην Παρθένο. Ο θάνατός Του είναι ‘θεληματικός’. «οὐδεὶς αἴρει αὐτὴν( ΣΗΜ: την ψυχήν ) ἀπ’ ἐμοῦ, ἀλλ’ ἐγὼ τίθημι αὐτὴν ἀπ’ ἐμαυτοῦ..»(Ιω. 10, 18). Ούτε και η σωτηρία μας παραβιάζει την ελευθερία μας. Πρέπει ελεύθερα να αποδεκτούμε το δώρο του Θεού δια του Ιησού Χριστού. Η συνέργεια της σωτηρίας είναι ο σεβασμός του Θεού για την ελευθερία μας ως πρόσωπα. Πρόκειται για την ίδια ελευθερία που βρίσκεται στο επίκεντρο του μυστηρίου της έννοιας ‘το πλήρωμα του χρόνου’. Ο Χριστός εισήλθε στην ιστορία στην κρίσιμη στιγμή της ελευθερίας του ανθρώπου.
Η ‘αντικατάσταση’ του Χριστού δεν σημαίνει ‘παίρνω τη θέση κάποιου’. Ο Χριστός δεν αντικαθιστά την ανθρώπινη φύση αλλά την ‘προσλαμβάνει’. Για το Χριστό, κάθε άνθρωπος βρίσκεται πάνω στο Σταυρό. Ο Δεύτερος Αδάμ ‘ανακεφαλαιώνει’ τον Πρώτο Αδάμ και ολόκληρη την ανθρωπότητα. Στο Σταυρό τελεσειουργείται μιά ανταλλαγή, μιά περιχώρησις. Ο όρος ‘περιχώρηση’ χρησιμοποιήθηκε από τον Αγιο Γρηγόριο τον Θεολόγο κατά την περιγραφή της σχέσης μεταξύ της Θείας και της Ανθρώπινης φύσης του Ιησού. Πρόκειται για την ίδια σχέση (ή μιά σχέση που μπορεί να περιγραφεί με τον ίδιο τρόπο) που φανερώνεται και στη σωτηρία μας. Ο Ιησούς πεθαίνει στο Σταυρό. Εμείς πεθαίνουμε στο Σταυρό.
«Χριστῷ συνεσταύρωμαι• ζῶ δὲ οὐκέτι ἐγώ, ζῇ δὲ ἐν ἐμοὶ Χριστός• ὃ δὲ νῦν ζῶ ἐν σαρκί, ἐν πίστει ζῶ τῇ τοῦ υἱοῦ τοῦ θεοῦ τοῦ ἀγαπήσαντός με καὶ παραδόντος ἑαυτὸν ὑπὲρ ἐμοῦ» ( Γαλ. 2, 20).
Ο Απ. Παύλος δεν περιγράφει εδώ μιά ‘ηθική’ ή ‘δεοντολογική’ συναλλαγή αλλά μιά μυστική και αληθινή αντικατάσταση κατά την οποία η ζωη του Χριστου και η ζωή μας περιχωρούνται. Η ζωή, ο θάνατος και η ανάστασή Του γίνονται η ζωή ο θάνατος και η ανάστασή μας.
«ἢ ἀγνοεῖτε ὅτι, ὅσοι ἐβαπτίσθημεν εἰς Χριστὸν Ἰησοῦν εἰς τὸν θάνατον αὐτοῦ ἐβαπτίσθημεν. 4συνετάφημεν οὖν αὐτῷ διὰ τοῦ βαπτίσματος εἰς τὸν θάνατον, ἵνα ὥσπερ ἠγέρθη Χριστὸς ἐκ νεκρῶν διὰ τῆς δόξης τοῦ πατρός, οὕτως καὶ ἡμεῖς ἐν καινότητι ζωῆς περιπατήσωμεν. 5εἰ γὰρ σύμφυτοι γεγόναμεν τῷ ὁμοιώματι τοῦ θανάτου αὐτοῦ, ἀλλὰ καὶ τῆς ἀναστάσεως ἐσόμεθα• 6τοῦτο γινώσκοντες ὅτι ὁ παλαιὸς ἡμῶν ἄνθρωπος συνεσταυρώθη, ἵνα καταργηθῇ τὸ σῶμα τῆς ἁμαρτίας, τοῦ μηκέτι δουλεύειν ἡμᾶς τῇ ἁμαρτίᾳ• 7ὁ γὰρ ἀποθανὼν δεδικαίωται ἀπὸ τῆς ἁμαρτίας. 8εἰ δὲ ἀπεθάνομεν σὺν Χριστῷ, πιστεύομεν ὅτι καὶ συζήσομεν αὐτῷ, 9εἰδότες ὅτι Χριστὸς ἐγερθεὶς ἐκ νεκρῶν οὐκέτι ἀποθνῄσκει, θάνατος αὐτοῦ οὐκέτι κυριεύει. 10ὃ γὰρ ἀπέθανεν, τῇ ἁμαρτίᾳ ἀπέθανεν ἐφάπαξ• ὃ δὲ ζῇ, ζῇ τῷ θεῷ»( Ρωμ. 6, 3-10).
Μιά άποψη για την έννοια της ‘αντικατάστασης’ που περιλαμβάνει την απουσία μας από το Σταυρό παρερμηνεύει παραγράφους όπως την ανωτέρω. Θα έπρεπε να προσαρμόσουμε το κείμενο του Απ. Παύλου και να εισαγάγουμε επανηλειμμένα τις λέξεις « θα ήταν όπως». Π.χ «ἢ ἀγνοεῖτε ὅτι, ὅσοι ἐβαπτίσθημεν εἰς Χριστὸν Ἰησοῦν εἰς τὸν θάνατον αὐτοῦ θα ήτο ως να ἐβαπτίσθημεν»κλπ.
Όμως τετοια παρερμηνία διαταράσσει την πραγματικότητα της σωτηρίας και μετατρέπει την Χριστιανική ζωή σε μιά αφηρημένη ηθική. Τα μυστήρια μετατρέπονται σε κενές διανοητικές ασκήσεις.
Υπάρχουν και επιπλέον αδυναμίες με τα εγκληματολογικά μοντέλα, αλλά δέν είναι του παρόντος. Το στάδιο της Μεγάλης Σαρακοστής δεν είναι μιά κοινωνική ετήσια υπενθύμηση ενός νομικού γεγονότος. Αντίθετα είναι ένας μυστικός εναγκαλισμός της αληθινής ζωής η οποία περιχωρείται μέσα σε κάθε πιστό. Εχοντας βαπτιστεί στο θάνατο και την ανάσταση του Χριστού, οδεύουμε στον κοινό δρόμο του δικού μας Γολγοθά. Εδώ υποφέρουμε και πεθαίνουμε με το Χριστό έχοντας μοιραστεί μαζί Του τη νηστεία και την προετοιμασία Του. Πεθαίνοντας μαζί Του, χαιρόμαστε με τη νίκη Του/μας πάνω στο θάνατο και τον Αδη και συμμετέχουμε στη γιορτινή ωδή την ώρα που ο θάνατος καταργείται από αυτό που τώρα είναι και ο κοινός μας θάνατος.
Αυτό είναι το μέγαλο μυστήριο της πίστης μας. Όσοι τρώνε το Σώμα και πίνουν το Αίμα του Εσταυρωμένου και Αναστάντος Χριστού, μένουν μαζί Του, όπως Εκείνος μένει μαζι τους και γίνονται συμμμέτοχοι ( όσοι έχουν αληθινό μερίδιο) όλων όσων Του ανήκουν. Αυτή είναι η έννοια της μεγάλης αντικατάστασης- περιχώρησης, το ότι ο Θεός εγίνε ότι είμαστε εμείς για να μπορέσουμε να γίνουμε αυτό που είναι Αυτός.
Ο Χριστός πέθανε για τις αμαρτίες μας σύμφωνα με τις Γραφές.
Του π. Στεφάνου Φρήμαν
Μετάφραση: Φιλοθέη

Πέμπτη 18 Απριλίου 2013

ΠΡΟΓΑΜΙΑΙΕΣ ΣΧΕΣΕΙΣ - ΣΤΡΑΤΗΓΟΠΟΥΛΟΣ


Προγαμιαῖες σχέσεις μεταγαμιαίων ἀνθρώπων π. Κωνσταντῖνος Στρατηγόπουλος





Τὸ ἐρωτικὸ πλάσμα

Ὁ ἄνθρωπος ἀπὸ τὴ φύση του εἶναι πλάσμα ἐρωτικό. Ἔχει τὴν τάση νὰ κινεῖται πρὸς ἕνωση. Τὸ ἐπίπεδο στὸ ὁποῖο πραγματοποιεῖται ἡ ἕνωση αὐτὴ εἶναι τριπλό. Κινεῖται πρὸς ἕνωση μὲ τὸ Θεό, μὲ τὸ συνάνθρωπο, καὶ ἑνώνει μὲ τὰ ψυχικὰ καὶ διανοητικά του χαρίσματα ὅλες τὶς δυναμικὲς ποὺ χαρακτηρίζουν τὴν προσωπικότητά του. Πιὸ πρακτικὰ δοσμένο αὐτὸ τὸ σχῆμα θέλει τὸν ἄνθρωπο

α’) Νὰ ἔχει ἀναζητήσεις γιὰ τὴ ζωὴ καὶ τὸ θάνατο καὶ γιὰ τὰ πέρα ἀπὸ τὴν ὁριζόντια πραγματικότητα

β’) Νὰ θέλει νὰ ἔχει κοινωνία μὲ τοὺς ἄλλους ἀνθρώπους

γ’) Νὰ προσπαθεῖ νὰ ξεπεράσει τοὺς ἐσωτερικοὺς διχασμοὺς ποὺ τὸν ταράσσουν καὶ τὸν κομματιάζουν.

Ἡ προσπάθεια γιὰ τὸ κάθε ἕνα ἀπὸ τὰ προηγούμενα εἶναι ἐρωτική. Ἡ ἐρωτικὴ πορεία κρύβει πάντα μέσα της μία ἔξοδο. Ἔξοδο πρὸς τὸ Θεό, τοὺς ἀνθρώπους καὶ ἀπὸ τὴν ἐγωιστικὴ αὐταρέσκειά μας.


Ἡ βίωση τοῦ ἔρωτα διὰ τοῦ γάμου 

Χωρὶς τὴν ἀνακάλυψη καὶ βίωση τοῦ προαναφερομένου τριπλοῦ ἐρωτικοῦ ἐπιπέδου, ὁ ἄνθρωπος ζεῖ μία πρακτικὴ βαθιὰ ἀναπηρία. Ἂν ἀναπτύσσει μέρος μόνο ἀπὸ τὶς ἐρωτικές του δυνατότητες, ζεῖ ἐλλιπεῖς καὶ ἀρρωστημένες τὶς πτυχὲς τῆς προσωπικότητάς του. Ἂν π.χ. κοινωνικοποιεῖται χωρὶς ταυτόχρονη ἀναζήτηση ἐρωτικῆς μορφῆς πρὸς τὸ Θεό, καταλήγει σὲ καρκινογόνο κοινωνικότητα. Ἂν πάλι προσπαθεῖ νὰ ἰσορροπήσει τὶς ἐσωτερικές του ἀντίρροπες δυνάμεις χωρὶς ἔξοδο πρὸς τὸ Θεὸ καὶ τοὺς ἀνθρώπους, καταλήγει σὲ ἕνα διαλογιζόμενο ὂν ποὺ ψάχνοντας νὰ βρεῖ τὸν ἑαυτὸ του χάνει τὸν ὁρίζοντα τοῦ περιβάλλοντός του.

Ὁ ἔρωτας, ἐπειδὴ εἶναι πράξη ζωῆς τριττῶς ἐκφραζομένη, μόνο μὲ ἑνιαία τριπλῆ ἀντιμετώπιση μπορεῖ νὰ βιωθεῖ. Ὅταν λέμε «ἑνιαία τριπλῆ ἀντιμετώπιση» ἐννοοῦμε ἕνα γεγονὸς ποὺ μπορεῖ νὰ ἀναπτύξει ταυτόχρονα καὶ νὰ γιατρέψει τρία παράλληλα καὶ ὁμοειδῆ στοιχεῖα πού, ἐνῶ εἶναι διακρινόμενα στὶς ἐκδηλώσεις τους, ἔχουν κοινὸ παράγοντα ποὺ τὰ τρέφει καὶ τὰ καλλιεργεῖ.

Αὐτὸς ὁ κοινὸς παράγοντας ποὺ ἐνεργοποιεῖ ἰσορροπημένα ὅλα τὰ στοιχεῖα τοῦ ἔρωτα εἶναι ὁ «γάμος». Τὴ λέξη «γάμος» σήμερα τὴν κατανοοῦμε ἀποσπασματικά, ὡς σχέση τοῦ ἀνδρὸς μὲ τὴ γυναίκα. Ἡ γλώσσα ὅμως τῆς Γραφῆς εἶναι πολὺ εὐρύτερη. Ὁ γάμος ὁρίζεται ὡς σχέση Χριστοῦ καὶ Ἐκκλησίας. Εἶναι ἕνα μυστήριο πρακτικὸ καὶ ταυτόχρονα ἀκατανόητο. Εἶναι ἡ παρουσία τῆς Χάριτος τοῦ Ἁγίου Πνεύματος ποὺ «ὅλως συγκροτεῖ» τὸν ἄνθρωπο σὲ ἐρωτικὴ ἰσορροπία. Ἡ ἀποδοχὴ αὐτοῦ τοῦ δεδομένου τῆς δωρεᾶς τοῦ Ἁγίου Πνεύματος κάνει τὸν ἄνθρωπο προσωπικότητα ποὺ ζεῖ μέσα ἀπὸ τὸ γάμο. Ποὺ ἀποδέχεται τὴν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ, ὅπως ἐκείνη ἐκφράζεται μέσα ἀπὸ τὸ μυστήριο τῆς Ἐκκλησίας καὶ τῆς ἐκχύσεως τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Ὁ ἔρωτας εἶναι γεγονὸς γαμικὸ καὶ μόνο ὡς τέτοιο προσεγγίζεται. Εἶναι, δηλαδή, γεγονὸς ἰσχυρῆς ἑνώσεως ποὺ μόνο ἀκατάλυτα δεσμὰ μποροῦν νὰ τὸ συγκρατήσουν. Χωρὶς αὐτὲς τὶς δυνάμεις τοῦ γάμου ὁ ἔρωτας δὲν μπορεῖ νὰ θεραπεύσει τὶς ἀναζητήσεις τοῦ ἀνθρώπου γιὰ ὑπέρβαση, κοινωνία καὶ ἐσωτερικὴ ἰσορροπία.

Ὁ ἄνθρωπος, λοιπόν, εἶναι, μαζὶ μὲ τὴν ἰδιότητα τοῦ ἐρωτικοῦ, καὶ πλάσμα γαμικό. Ἡ σχέση του μὲ τὸ Ἅγιο Πνεῦμα τὸν χαρακτηρίζει. Κανεὶς μέσα στὸ χῶρο τῆς Ἐκκλησίας δὲν μπορεῖ νὰ εἶναι ἀνέραστος ἢ ἀγαμικός. Ὁ μοναχὸς καὶ ὁ παντρεμμένος μέσα ἀπὸ τὸ γεγονὸς αὐτὸ τοῦ συνεκτικοῦ δεσμοῦ τοῦ γάμου μποροῦν νὰ εἶναι ὄντως μοναχοὶ καὶ ὄντως ἔγγαμοι. Ὁ ἄνθρωπος δὲν μπορεῖ νὰ ὁμιλεῖ γιὰ προγαμιαῖες σχέσεις. Δὲν μπορεῖ νὰ ὑπάρξει τέτοιο γεγονός. Εἶναι ἀνυπόστατο. Τὸ προγαμιαῖο καταργεῖ τὴ δυνατότητα τοῦ ἀνθρώπου νὰ ζεῖ ὡς ἄνθρωπος.

Ὁ ὁρισμὸς «προγαμιαῖες σχέσεις» θέλει νὰ προσδιορίσει σήμερα τὴν ὕπαρξη γενετησίων σχέσεων ἔξω ἀπὸ τὸ γάμο. Τέτοιοι ὅμως διαχωρισμοὶ εἶναι ἀδύνατοι. Οἱ γενετήσιες σχέσεις ὑπηρετοῦν στὴν πράξη ὡς βιολογικὲς λειτουργίες τὸ ἐρωτικὸ καὶ γαμικὸ στοιχεῖο ὅπως τὸ προσδιορίσαμε. Στὴ μελέτη τοῦ μακρόκοσμου ἕνας ἀστροφυσικὸς θὰ ἔλεγε πὼς εἶναι ἀδύνατο ἕνας κουὰρκ (τὸ μικρότερο τεμάχιο ὕλης ποὺ ὑπάρχει) νὰ βρεθεῖ μόνο του. Εἶναι πάντα δεσμευμένα. Τὸ ἴδιο θὰ λέγαμε συμβαίνει μὲ τὶς γενετήσιες σχέσεις. Κανεὶς δὲν μπορεῖ νὰ τὶς ἀποδεσμεύσει ἀπὸ τὸ γάμο καὶ τὸν ἔρωτα. Κάθε προσπάθεια γιὰ ἀποδέσμευση ἑνὸς κουὰρκ ἀπὸ τὴ δομὴ ἑνὸς πρωτονίου θὰ χρειαζόταν ὑποθετικὰ τόση ἐνέργεια ὅση χρειάζεται γιὰ νὰ καταστρέψουμε τὸ γαλαξία μας, καὶ μπορεῖ, τὸ σύμπαν. Στὴν ἀστροφυσικὴ οἱ ἔννοιες γίνονται κατανοητές.

Στὸ χῶρο ὅμως τῆς ἀνθρώπινης ζωῆς τὰ πράγματα δὲν φαίνονται καὶ τόσο δύσκολα. Κι ὅμως, εἶναι ἀρκετὴ μία ἀπογυμνωμένη ἀπὸ ἔρωτα καὶ γάμο γενετήσια σχέση νὰ διαλύσει τὶς ἰσορροπίες λειτουργίας τοῦ μυστηρίου ποὺ λέγεται ἄνθρωπος κατ’ εἰκόνα τοῦ Θεοῦ πλασμένος.


Τὸ πρόβλημα 

Ἡ ἐλλιπὴς βίωση τοῦ ἔρωτα καὶ ἡ ἀδυναμία κατανοήσεως τοῦ βαθύτερου καὶ εὐρύτερου νοήματος τοῦ γάμου ὁδηγεῖ σὲ μία βαθμιαία διάβρωση τοῦ ἐρωτικοῦ χαρακτήρα τοῦ ἀνθρώπου, γίνεται ἀνέραστος, ἐξαρθρώνονται οἱ βασικὲς ἐρωτικές του λειτουργίες στὴν τριπλῆ τους ἔκφραση καὶ ἀναφύονται ποικίλα προβλήματα ἐσωτερικῶν ἀνισορροπιῶν πού, ἐπειδὴ δὲν εἶναι δυνατὸν νὰ διαπιστωθοῦν μὲ ἁπλὲς ψυχολογικὲς διαδικασίες, περιγράφονται μὲ λανθασμένη διαγνωστικὴ καὶ φυσικὰ ἀποπροσανατολισμένη θεραπευτική.

Νὰ προσπαθήσουμε νὰ προσεγγίσουμε μὲ λίγα καὶ ἁπλὰ λόγια κάποιους βασικοὺς τομεῖς ποὺ νοσοῦν ἀπὸ τὴν ἔλλειψη ἐρωτικῆς καὶ γαμικῆς ἀγωγῆς καὶ θεραπευτικῆς.


Ἡ συναισθηματικὴ προσέγγιση

Στὸ χῶρο τῶν διανθρωπίνων σχέσεων ἡ ἰσορροπία ἀνδρὸς-γυναικὸς προβάλλεται ὡς συναισθηματικὸ γεγονός. Τολμοῦν μάλιστα νὰ ὁμιλοῦν γιὰ αἰσθήματα καὶ ἀγάπη. Κανεὶς φυσικὰ δὲν μπορεῖ νὰ ἔχει ἀντίρρηση γιὰ τὴν ἀνάπτυξη τοῦ κόσμου τῶν ἀνθρωπίνων αἰσθημάτων καὶ συναισθημάτων προκειμένου νὰ ἔχουμε ὁλοκληρωμένες προσωπικότητες.

Τὸ λάθος βρίσκεται στὸν ἀνεπαρκῆ καὶ ἐπιδερμικὸ προσδιορισμὸ τῶν συναισθηματικῶν κινήσεων. Χωρὶς τὸ σχῆμα «ἔρωτα –γάμου» ποὺ προαναφέραμε, τὸ συναισθηματικὸ στοιχεῖο, καὶ ἂν ἀκόμη κρύβει κάποια κύτταρα ἀλήθειας, εἶναι ἐπισφαλὲς καὶ χωρὶς θεμέλια. Πίσω ἀπὸ τὸ συναισθηματικὸ στοιχεῖο μπορεῖ νὰ κρύβεται ἕνα ἐνδιαφέρον γιὰ τὸν ἄλλον λόγω ἐξωτερικῶν σχημάτων. Μπορεῖ νὰ κρύβεται ἡ ἀνάγκη νὰ ὑπάρχει κάποιος γιὰ νὰ νοιώθεις πὼς καταξιώνεσαι ὡς ἄνδρας ἢ γυναίκα. Μπορεῖ νὰ ὑποκρύπτεται ἡ ἀνάγκη γιὰ ξεπέρασμα τῆς κοινωνικῆς μοναξιᾶς. Ξεχνοῦν βέβαια πὼς τὸ ξεπέρασμα τῆς κοινωνικῆς μοναξιᾶς δὲν γιατρεύεται ἂν προσπαθεῖς νὰ τὸ ἱκανοποιήσεις διὰ τῆς «χρήσεως» κάποιου προσώπου, ἀλλὰ θεραπεύεται ἂν κατανοήσεις τὴν ἀποτυχία σου. Ἀποτυχία ποὺ ἦλθε ἀπὸ τὸν ἐγωισμὸ καὶ τὸ κλείσιμο στὸν ἑαυτὸ καὶ τὴ μὴ ἀπαντοχὴ τοῦ ἄλλου. Μόνο ὅταν καταλάβεις τὴν ἀποτυχία σου εἶναι δυνατὸν νὰ προχωρήσεις πρὸς τὸν ἄλλον χωρὶς νὰ τὸν χρησιμοποιήσεις.

Μπορεῖ, τέλος, πίσω ἀπὸ τὸ συναίσθημα νὰ κρύβεται ἡ ἀνάγκη γιὰ «χρήση» τοῦ ἄλλου πρὸς ἱκανοποίηση σωματικῶν ἀναγκῶν. Πολλοὶ ἐνθουσιώδεις «ἔρωτες» ἔπεσαν σὰν χάρτινος πύργος ὅταν κάποτε ἕνας ἀπὸ τοὺς δύο δὲν θέλησε νὰ χρησιμοποιεῖται σεξουαλικά. Ἡ χρησιμοποίηση τοῦ ἄλλου γιὰ σεξουαλικὴ κατανάλωση τινάζει στὸν ἀέρα ὁποιαδήποτε μορφὴ ἀγάπης. Ἡ ἀγάπη «οὐ ζητεῖ τὰ ἑαυτῆς». Ἂν τὸ σὲξ ἔλθει ὡς καρπὸς τῆς πορείας μέσα ἀπὸ τὸ σχῆμα «ἔρωτας-γάμος» εἶναι ἀποτέλεσμα ἁγιοπνευματικῆς ἀναπτύξεως καὶ ἔχει ἐλαχιστοποιήσει τὸν κίνδυνο καταναλωτικῆς προσεγγίσεως τοῦ ἄλλου προσώπου. Ἕνας σπόρος πάντα θέλει πορεία γιὰ νὰ γίνει καρπός. Μόνο τὰ ὁρμονικὰ προϊόντα ἀναπτύσσονται γρήγορα. Μόνο ποὺ εἶναι καρκινογόνα.

Ἡ πορεία μέσα ἀπὸ ἕνα σχῆμα ποὺ λέγεται σωματικὴ ἀνάγκη – σὲξ - ἱκανοποίηση καταστρέφει τὶς πτυχὲς τὶς λεπτές τοῦ συναισθηματικοῦ πεδίου τοῦ ἀνθρώπου. Λειτουργοῦν μόνο τὰ ζωώδη καὶ καταπατοῦνται τὰ ἀνθρώπινα. Διαταράσσεται ὁλόκληρη ἡ ἰσορροπία τῶν δομῶν τῆς ἀνθρώπινης ψυχῆς, ποὺ εἶναι φτιαγμένη νὰ λειτουργεῖ τὴν ἀγάπη ὡς ἔρωτα-γάμο ἁγιοπνευματικὴς δωρεᾶς.


Ἡ ψυχολογικὴ προσέγγιση 

Ἐὰν οἱ τροχοὶ ἑνὸς αὐτοκινήτου δὲν ἀκολουθοῦν τὶς ὁδηγίες ποὺ δίνονται ἀπὸ τὸν ὁδηγό, τότε ἡ καταστροφὴ εἶναι σίγουρη. Ὁ συναισθηματικὸς παράγοντας, ἐὰν δὲν ἐξομαλυνθεῖ καὶ σμιλευθεῖ κάτω ἀπὸ τὴν καθοδήγηση τῶν ροπῶν τῆς ψυχῆς, τότε ἀποπροσανατολίζεται σύμφωνα μὲ τὶς προτάσεις ποὺ διαγράψαμε στὸ προηγούμενο κεφάλαιο.

Τὰ λεγόμενα συναισθήματα εἶναι ἐκφράσεις τῆς κατ’ εἰκόνα Θεοῦ πλασμένης ἀνθρώπινης ὑποστάσεως. Ἡ ψυχή, ἐνεργοποιούμενη ἀπὸ τὴ δυναμικὴ κίνηση «ἔρωτος-γάμου» καλλιεργεῖ χαρίσματα καὶ ἐκφράσεις αἰώνιας προοπτικῆς. Αὐτὸ τὸ «αἰώνιο» δομικὸ ὑλικὸ ποὺ ζυμώνεται μέσα στὸν ἄνθρωπο ἀποτελεῖ μία ἀσφαλιστικὴ δικλείδα ἀντιμετωπίσεως τῶν διακυμάνσεων τοῦ βίου. Αὐτὸ τὸ «αἰώνιο» ὑλικὸ νικάει καὶ τὸν ἴδιο τὸ θάνατο ὅταν ὁ ἄνθρωπος ζήσει τὴν τραγωδία τῆς διαστάσεως σώματος καὶ ψυχῆς τὴν ὥρα τοῦ θανάτου. Ἂν ἡ καλλιέργεια αὐτοῦ τοῦ δομικοῦ ὑλικοῦ δὲν γίνεται κάτω ἀπὸ σωστὲς προϋποθέσεις, διαταράσσεται, καὶ ἀκολουθεῖ ἀποσύνθεση καὶ ἐξάρθρωση ὅλων τῶν ἐπὶ μέρους ἐκδηλώσεων τῆς προσωπικῆς ζωῆς τοῦ ἀνθρώπου.

Ὅταν τὰ θεμέλια εἶναι σαθρὰ ὅλο τὸ οἰκοδόμημα εἶναι ἐπικίνδυνο. Ἡ ψυχὴ ψάχνει συνέχεια ὡς τροφὴ της τὸν «ἔρωτα-γάμο». Ἡ πορεία της μέσα στὸν κόσμο εἶναι συνεχῶς ἀναγωγικὴ στὴ σχέση μὲ τοὺς ἀνθρώπους. Φεύγει μόνο ἀπὸ τὴν ἁμαρτία. Ἔξω ἀπ’ αὐτὴν δὲν κλείνει δρόμους πρὸς τοὺς ἄλλους, δὲν διασπᾶ δεσμοὺς κοινωνικότητας. Δὲν φτιάχνει καὶ σπάζει δεσμοὺς κατ’ ἀρέσκειαν. Φτιάχνοντας καὶ σπάζοντας καὶ ἀνακατασκευάζοντας καὶ ἀνακαταστρέφοντας δὲν εἶναι δυνατὸν νὰ καλλιεργηθεῖ τὸ δομικὸ ὑλικό. Ἡ χάρη τοῦ Ἁγίου Πνεύματος μέσα στὸ μυστήριο τῆς Ἐκκλησίας στερεώνει τὸ δομικὸ ὑλικὸ καὶ τοῦ δίνει δυνατότητα γιὰ κοινωνικὴ ἐργασία, ποὺ σημαίνει μία συνεχῆ ἀνάπτυξη τῆς ἑνότητας τοῦ κόσμου. Γι’ αὐτὸ οἱ ἅγιοι εἶναι ἐκεῖνοι ποὺ δίνουν τὸ στίγμα τῆς πορείας τῆς ἑνότητας τοῦ κόσμου.

Σ’ ἕνα μοντέλο προγαμιαίων σχέσεων ὅλη αὐτὴ ἡ λειτουργία τοῦ δομικοῦ ὑλικοῦ τινάζεται στὸν ἀέρα. Ἐφ’ ὅσον ὁ πλησίον ἄνδρας ἢ γυναίκα εἶναι πρὸς «χρήση», ἐφ’ ὅσον δὲν δέχεσαι νὰ προσφέρεις τὸ «δομικό σου ὑλικὸ» γιὰ νὰ μποῦν τὰ πρῶτα θεμέλια της κοινωνίας καὶ νὰ συγκροτηθεῖ ὁ πρῶτος πυρήνας κοινωνίας, ἡ οἰκογένεια, οἱ σχέσεις μὲ τὸ ἄλλο πρόσωπο εἶναι ἀντικοινωνικές, δηλαδὴ τραγικές.

Οἱ ἀλλεπάλληλες ἀλλαγὲς συντρόφων ἀφήνουν βαθειὰ ρήγματα στὸ ψυχικὸ δομικὸ ὑλικό. Ὅσο πιὸ προχωρημένη εἶναι ἡ σχέση κι ὅσο πιὸ ψευτο-ὁλοκληρωμένη εἶναι ἔξω ἀπὸ τὸ σχῆμα ἔρωτας-γάμος, τόσο περισσότερο καταστρέφεται βάναυσα, μπορεῖ καὶ ἀνεπανόρθωτα, ἡ μόνη ἐλπίδα τοῦ κόσμου νὰ γίνει ἡ ἀνθρώπινη μάζα ὄντως κοινωνία. Οἱ «ὁλοκληρωμένες» σχέσεις στὸ προγαμιαῖο ἐπίπεδο εἶναι μία ἀτομικὴ βόμβα στὸ σῶμα τῆς κοινωνίας. Ἄνθρωποι μὲ κατεστραμμένο δομικὸ ὑλικὸ δὲν θὰ μπορέσουν νὰ γίνουν μπροστάρηδες γιὰ κοινωνικὴ ἀναμόρφωση καὶ ἀναδόμηση. Ἡ μετάνοια βέβαια ἔχει τὴ δύναμη νὰ σώσει τὸν ἄνθρωπο καὶ νὰ τὸν κάνει ἀκόμη καὶ ἅγιο. Τὰ στίγματα ὅμως τῆς ἁμαρτίας ὁδηγοῦν τὸ σῶμα στὴ διάλυση «ἵνα μὴ τὸ κακὸν ἀθάνατον γένηται». Κι ἐδῶ ἀναφύεται τὸ θέμα τῆς βιολογικῆς προσέγγισης τοῦ ἔρωτα.


Ἡ βιολογικὴ προσέγγιση τοῦ ἔρωτα

Νὰ διατυπώσουμε ἁπλὲς σκέψεις: Τὸ σῶμα ἔχει αἰσθήσεις. Χωρὶς τὶς αἰσθήσεις δὲν θὰ ὑπῆρχε ἡ ἐπαφὴ μὲ τὸ περιβάλλον. Τὰ κύτταρα τῶν αἰσθήσεων ἐνεργοποιοῦν τὰ μηνύματα τοῦ ἔξω κόσμου καὶ τὰ κάνουν ὁρατές, γευστικές, ἀκουστικές, ἐπιδερμικὲς ἐμπειρίες. Τὰ κύτταρα τῆς ἁφῆς, τὰ γευστικὰ κύτταρα, τὰ ἀκουστικὰ κύτταρα κ.λπ., ἂν ὑποστοῦν μία βάναυση προσβολὴ καταστρέφονται καὶ δὲν λειτουργοῦν προσωρινὰ ἢ μερικὲς φορὲς γιὰ πάντα. Ἕνα ἔντονο φῶς μπορεῖ νὰ ἀφαιρέσει ἀπὸ τὸ ὀπτικὸ κύτταρο τὴ δυνατότητα τῆς ὁράσεως. Ὁ ἔρωτας εἶναι καὶ μία αἴσθηση. Δὲν παύει νὰ εἶναι μία αἴσθηση, καὶ μέσα στὰ πλαίσια τῆς συζυγίας ἀνδρὸς-γυναικὸς λειτουργεῖ καὶ ὡς αἴσθηση. Ποιὸς ἀσχολήθηκε ποτὲ μὲ τὰ «ἐρωτικὰ κύτταρα»;

Ἡ ἔξω ἀπὸ τὶς προϋποθέσεις «ἔρωτας-γάμος» προγαμιαία σεξουαλικὴ σχέση σύμφωνα μὲ τὶς προηγούμενες σκέψεις, ἀφοῦ θὰ καταστρέψει τὸ συναισθηματικὸ καὶ ψυχολογικὸ πεδίο, θὰ προχωρήσει καὶ στὴν καταστροφὴ τῶν ἐρωτικῶν κυττάρων. Ἡ ἀποσπασματικὴ χρήση τοῦ σὲξ ὡς βιολογικῆς ἀνάγκης διαλύει σίγουρα τὰ ἐρωτικὰ κύτταρα. Ἂν χρησιμοποιήσω τὰ κουπιὰ μιᾶς βάρκας γιὰ νὰ παίξω τέννις στὴν παραλία, τὰ κουπιὰ θὰ εἶναι σπασμένα ὅταν θὰ ἔρθει ἡ ὥρα νὰ λειτουργήσουν στὸ φυσικό τους περιβάλλον στὴν ἰσορροπία νεροῦ-βάρκας. Μὲ τὸν τρόπο αὐτὸν εὔκολα μπορεῖ νὰ περιγραφεῖ τὸ ὑπόδειγμα τοῦ ἀνικανοποίητου σεξουαλικὰ Δὸν Ζουάν. Ὅσες περισσότερες σχέσεις, τόσο περισσότερα κατεστραμμένα «ἐρωτικὰ κύτταρα», τόσο μεγαλύτερη ἀδυναμία γιὰ ἐρωτικὴ σεξουαλικὴ σχέση.

Οἱ «εἰδικοὶ» σεξολόγοι θὰ πρέπει νὰ λάβουν ὑπ΄ ὄψιν σοβαρὰ τὸν παράγοντα αὐτὸν ἂν θέλουν νὰ βοηθήσουν τοὺς «πελάτες» τους. Ἕνας στομαχολόγος ποτὲ δὲν θὰ προτείνει φαγητὰ μὲ καρυκεύματα στὸν ἀσθενῆ του. Ἀπορῶ γιατί ἕνας σεξολόγος προτείνει περισσότερο σὲξ στὸν ἐρωτικὰ ἀνικανοποίητο «πελάτη» του. Φυσικὰ τὴ λύση δὲν τὴν περιμένουμε ἀπὸ τὸ Βιάγκρα. Μὲ χάπια δὲν φτιάχνεται ἔρωτας. Τὸ μόνο ποὺ φτιάχνεται, σίγουρα, μπορεῖ νὰ εἶναι ἡ ἱκανοποίηση πὼς ὁ ἀσθενὴς τὰ κατάφερε. Κι ἔτσι ξαναπαίζει τὸ παιχνίδι τῆς καταστροφῆς. Τὰ κατάφερε σημαίνει πὼς μπόρεσε ν’ ἀποδείξει πὼς εἶναι ἄνδρας. Ἄρα μπόρεσε νὰ ἐκφράσει τὴ δύναμή του. Δηλαδή, ἀπέδειξε τὸν κατακτητικὸ ἐγωισμό του. Τὸ ἀποτέλεσμα ἔρχεται ὡς φαῦλος κύκλος.

Ὁ ἐγωισμὸς σπάει τὴ σχέση τῶν προσώπων. Τὰ συναισθήματα δὲν ὑπάρχουν ἐφ’ ὅσον πρέπει νὰ καταξιωθεῖς. Τὸ «δομικὸ ὑλικό» τῆς ψυχῆς καταστρέφεται περισσότερο. Τότε καὶ μόνο τότε μπορεῖ κανεὶς νὰ καταλάβει τὸ λόγο τῆς Ἐκκλησίας καὶ τὴν πρότασή της γιὰ ἀποφυγὴ προγαμιαίων σχέσεων. Εἶναι μία πρόταση ποὺ ὄχι μόνο δὲν βδελύσσεται τὸν ἔρωτα, ἀλλὰ ἀντίθετα θέλει νὰ τὸν διασώσει καὶ ν’ ἀναδείξει τὸν ἄνθρωπο ὡς τὸ ὄντως ἐρωτικὸ πλάσμα ποὺ δημιούργησε ὁ Θεός. Ἕνα πλάσμα ποὺ ἀγαπάει τὸ Θεό, τοὺς ἀνθρώπους καὶ ἐναρμονίζει τὶς ἐσωτερικές του λειτουργίες μὲ τὴν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ. Εἶναι ἕνα πλάσμα ποὺ ζεῖ ἕνα καὶ μοναδικὸ γάμο ὡς ἑνότητα μὲ τὸ Χριστό, κι ἐκεῖ μέσα ἐντάσσει τὸ γάμο μὲ τὸ ἄλλο φύλο, τὸ γάμο μὲ τὴν ἄσκηση, τὸ γάμο μὲ τὸ μοναχισμό. Ὁ Χριστιανὸς ποτὲ δὲν μπορεῖ νὰ εἶναι προγαμιαῖος. Βρίσκεται στὸ κέντρο τῆς ζωῆς καὶ γι’ αὐτὸ στὸ κέντρο τῆς ζωῆς τοῦ γάμου μὲ τὸ Χριστό.


Ὁ μεταγαμιαῖος ἄνθρωπος

Χωρὶς αὐτὲς τὶς προϋποθέσεις, οἱ προγαμιαῖες σχέσεις εἶναι ἀδύνατες ὡς κατάσταση ζωῆς, ἀλλὰ δυνατὲς μόνο ὡς κατάσταση ἀσθένειας.

Τὸ μόνο σίγουρο εἶναι πὼς τὸ προγαμιαῖο θὰ ἀπογοητεύσει σύντομα τὸν ἄνθρωπο καὶ στὸ τέλος θὰ προσπαθεῖ νὰ βρεῖ τὸν ἑαυτό του σὲ δρώμενα ἔξω ἀπὸ τὸ γάμο. Τότε μποροῦμε νὰ μιλήσουμε γιὰ τὸ μεταγαμιαῖο ἄνθρωπο, ποὺ ψάχνει κάπου ἀλλοῦ τὴν εὐτυχία του στὰ πέρα ἀπὸ τὸ γάμο. Ἀλλὰ ὁ γάμος παραμένει ἕνα ἀξεπέραστο γεγονὸς ὡς σχέση μὲ τὸ Χριστό, μὲ τὴν Ἐκκλησία. Ὅπως δὲν ὑπάρχει οὔτε προεκκλησιαστικὴ καὶ μετεκκλησιαστικὴ ἐποχή, ἔτσι δὲν μπορεῖ νὰ ὑπάρχει οὔτε προγαμιαῖος οὔτε μεταγαμιαῖος δεσμός.