Πέμπτη 9 Μαΐου 2013

ΟΔΗΓΟΣ ΠΡΟΣ ΤΗΝ ΠΑΝΘΡΗΣΚΕΙΑ- MONH GRHGORIOY

ΟΔΗΓΟΣ ΠΡΟΣ ΤΗΝ ΠΑΝΘΡΗΣΚΕΙΑ
ΤΟ ΝΕΟ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΣΠΟΥΔΩΝ ΓΙΑ ΤΟ ΜΑΘΗΜΑ ΤΩΝ ΘΡΗΣΚΕΥΤΙΚΩΝ
Τό νέο Πρόγραμμα Σπουδῶν
σέ ἀντορθόδοξη προοπτική.
πιλοτική ἐφαρμογή τοῦ νέου Προγράμματος Σπου­δῶν γιά τό μάθημα τῶν Θρησκευτικῶν κατά τό σχο­λικό ἔτος 2011-2012 δημιουργεῖ δικαιολογημένα ἀν­τι­δρά­σεις. Τό νέο μάθημα τῶν Θρησκευτικῶν δέν ἔ­χει πιά Ὀρθόδοξο Χριστιανικό χαρακτῆρα, δέν βοηθεῖ τούς μα­θητάς νά γνωρίσουν τήν Χριστιανική τους Πί­στι, δέν οἰ­κο­δο­μεῖ τήν θρησκευτική, τήν ἐθνική καί τήν πολι­τι­σμι­κή ταυτότητα τῶν ἑλληνοπαίδων.
Θεολόγοι καί ἄλλοι ἐπιστήμονες, πού ἐκπροσωποῦν θεολογικούς καί ἐκπαιδευτικούς φορεῖς, ἀγωνιοῦν καί διαμαρτύρονται ἐπί δεκαετίες τόσο γιά τήν ἐνδεχόμενη κατάργησι τοῦ μαθήματος τῶν Θρησκευτικῶν στήν δη­μό­σια ἐκπαίδευσι ὅσο καί γιά τήν μετατροπή του σέ θρη­σκειολογικό. Ὑπάρχουν θαυμάσιες καί ἐμπε­ρι­στα­τω­μέ­νες ἀναλύσεις. Γιά τό ἴδιο θέμα καί ἡ Ἱερά Κοινότης τοῦ Ἁγίου Ὄρους, ἐκφράζουσα τήν διαχρονική αὐ­το­συν­ει­δησία τοῦ ἑλληνορθοδόξου Γένους μας, δια­μαρ­τυ­ρή­θη­κε μέ ἐπιστολή της (28/12/2010 - 10/1/2011) πρός τήν τότε Ὑπουργό Παιδείας καί ἐτό­νι­σε ὅτι τό μά­θη­μα τῶν Θρησκευτικῶν δέν πρέπει νά ἀπο­κτή­σῃ χα­ρα­κτῆ­ρα διαθρησκειακό, ἀλλά νά ἔχῃ χα­ρα­κτῆ­ρα Ὀρ­θό­δο­ξο.
Τά παιδαγωγικά καί θεολογικά
χαρακτηριστικά του.
Προσφάτως (μέ ἡμερομηνία 4 Ἰουλίου 2012) τό «Ὑπό­μνημα» τοῦ κ. Ἡρακλῆ Ρεράκη, Καθηγητοῦ τῆς Παι­δα­γω­γικῆς – Χριστιανικῆς Παιδαγωγικῆς στήν Θεολο­γι­κή Σχο­λή τοῦ Ἀριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσ­σα­λο­νί­κης πρός τήν Ἱερά Σύνοδο τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλ­λά­δος, μᾶς πληροφορεῖ μέ ἐπιστημονικῶς τεκμηριω­μέ­να θεολογικά καί παιδαγωγικά ἐπιχειρήμα­τα ὅτι:
α) Ἡ διδασκαλία τοῦ νέου μαθήματος Θρησκευτικῶν προϋποθέτει τήν παραδοχή ὅτι ἡ Ἑλλάδα εἶναι ἤδη μία πολυπολιτισμική χώρα. Ἡ παρουσία ὡστόσο οἰ­κο­νομικῶν μεταναστῶν δέν ἔχει δημιουργήσει ἰδιαίτερες πολιτισμικές ὀντότητες καί ἑπομένως τέτοια προϋπό­θεσις δέν ὑφίσταται στόν ἑλληνικό χῶρο.
β) Τό γνωσιακό (πολυθρησκειακό) περιεχόμενο τοῦ νέου μαθήματος τῶν Θρησκευτικῶν καθιστᾶ τήν διδα­σκαλία τοῦ μαθήματος ἀπολύτως ἀντιπαιδαγωγι­κή. Εἶ­ναι παιδαγωγικῶς ἀνεπίτρεπτη ἡ στόχευσις τοῦ νέ­ου Προγράμματος Σπουδῶν, πού προβλέπει νά βομ­βαρ­δί­ζωνται τά παιδιά τῆς σχολικῆς ἡλικίας μέ γνωστικό ὑλικό, τό ὁποῖο δέν μποροῦν νά ἀφομοιώσουν οὔ­τε πολ­λῷ μᾶλλον νά ἀξιοποιήσουν δημιουργικά. Ἀντιθέ­τως, ἡ διδασκαλία περί τῆς Ὀρθοδόξου Πίστεως, πε­ρί τῆς λατρευτικῆς καί μυστηριακῆς ζωῆς, περί τῆς ἐμ­πει­ρίας τῶν Ἁγίων μας, περί τῆς μοναδικότητος τῆς ἐν Χρι­στῷ σωτηρίας, ἀφορᾶ σέ θέματα, γιά τά ὁποῖα οἱ μαθηταί αὐτῆς τῆς ἡλικίας ἔχουν τόσο τίς ἐμπειρικές ὅσο καί τίς γνωστικές προϋποθέσεις νά ἀκούσουν, νά συζητήσουν, νά προβληματισθοῦν καί συνεπῶς νά ἀ­να­πτύξουν κριτικό ἐνδιαφέρον γιά ὅλες τίς ἄλλες θρησ­κεῖες.
γ) Σύμφωνα μέ τό νέο Πρόγραμμα Σπουδῶν οἱ μι­κροί μαθηταί διδάσκονται νά εἶναι χειραφετημένοι ἀπό «ὅ,τι ὀνομάζεται πρόσδεση στό παρελθόν», δηλαδή τήν πίστι τῶν γονέων τους, οἱ δέ διδάσκοντες τά Θρη­σκευ­τικά προτρέπονται νά «ἀποστασιοποιοῦνται, κα­τά τό δυνατόν, ἀπό τή θρησκεία στήν ὁποία ἐνδε­χομέ­νως ἀνή­κουν εἴτε πατροπαράδοτα εἴτε ἀπό ἐπιλογή».
δ) Ἡ προσφερόμενη θρησκευτική ἀγωγή δέν ἔχει ἀ­ναφορά στόν Χριστό ὡς Θεό, Σωτῆρα καί Λυτρωτή, ὅ­πως τόν γνωρίζουμε ἀπό τήν Ὀρθόδοξο Πίστι μας, ἀλλά κατά τρόπο πανθρησκειακό «καλεῖται νά ἑστιάσει τό ἐνδιαφέρον τοῦ μαθητῆ στήν ἀνθρώπινη διάσταση τῶν θρησκειῶν ... ὡς διαχρονική πηγή ἔμπνευσης γιά τόν πολιτισμό καί ἄντλησης προσωπικοῦ ἀλλά καί συλ­λο­γι­κοῦ ὑπαρξιακοῦ νοήματος».
Στόν ἀντίποδα τῆς Ὀρθοδόξου ἀγωγῆς.
Εἶναι προφανές ὅτι οἱ ἀρχιτέκτονες τοῦ νέου Προ­γράμματος Σπουδῶν ἔχουν κατά νοῦν νά ἀποδομήσουν ὅ,τι δέν πρόλαβαν νά γκρεμίσουν οἱ Βαυαροί τῆς Ἀν­τιβασιλείας τοῦ Ὄθωνος.
Ὁ ἄκρατος ἐκδυτικισμός τῆς δημοσίας ἐκπαιδεύσε­ως ἐκείνης τῆς ἐποχῆς, παρότι ἀπέκοψε τήν γενικώτερη Παιδεία ἀπό τίς φυσικές της ρίζες πού ξεκινοῦσαν ἀπό τήν ἀρχαία Ἑλλάδα καί δημιουργικά πέρασαν στήν χρι­στιανική Βυζαντινή αὐτοκρατορία καί κατόπιν στήν παιδεία τῶν διδασκάλων τοῦ Γένους καί τῶν κρυφῶν σχολειῶν, δέν εἶχε ὁριστικά ἀκυρώσει τόν Ὀρθόδοξο χαρακτῆρα τοῦ μαθήματος τῶν Θρησκευτικῶν. Ἡ θρη­σκευ­τική παιδεία, ἄν καί δέν στοιχοῦσε ἀκριβῶς στίς προσδοκίες καί στά ὁράματα τῶν πατέρων τοῦ νε­ω­τέ­ρου Ἑλληνισμοῦ, τοῦ ἁγίου Κοσμᾶ τοῦ Αἰτω­λοῦ, τοῦ Κα­πο­δίστρια, τοῦ Μακρυγιάννη, τῶν ἁγίων Νεο­μαρ­τύ­ρων, ἐν τούτοις διατηροῦσε τόν χαρακτῆρα τῆς διδα­σκα­λίας τῆς Ὀρθοδόξου Πίστεως. Ἀκόμη καί ὁ πολύς Ἀδαμάν­τιος Κοραῆς, ὁ ὁποῖος δέν συμπαθοῦσε τήν παι­δεία πού πήγαζε ἀπό τήν βυζαντινή μας παράδοσι καί διατηρήθηκε στούς κύκλους τῶν Κολλυβάδων, δέν δί­στα­ζε νά ὑποστηρίξῃ τόν κατηχητικό χαρακτῆρα τῆς δημοσίας παιδείας στό ἀναγεννώμενο ἑλληνικό κράτος. Στίς «Σημειώσεις εἰς τό προσωρινόν πολίτευμα τῆς Ἑλ­λάδος τοῦ 1822 ἔτους» (τό Σύνταγμα τῆς Α΄ ἐν Ἐ­πι­δαύ­ρῳ Ἐθνοσυνελεύσεως), σχολιάζοντας τό ἄρθρο πού ἀφορᾶ στήν δημόσια παιδεία, ὁρίζει τήν μορφή τῆς θρησκευτικῆς παιδείας ὡς «κατήχησιν» καί κάνει τίς ἑξῆς σημαντικές καί γιά τήν σημερινή πραγματικό­τη­τα παρατηρήσεις: «Τό αἴτιον, διά τί ὀνομάζω τελευ­ταίαν τήν Κατήχησιν, εἶναι ὅτι, ἐπειδή ὑποθέτω ἀνοι­κτά τά κοινά σχολεῖα ὄχι μόνον εἰς ὅλας τάς αἱ­ρέ­σεις τῶν χριστιανῶν, ἀλλά καί εἰς τούς Ἰουδαίους καί εἰς τούς Τούρκους, καλόν εἶναι νά παραδίδεται ἡ κατή­χησις δύο ἡμέρας τῆς ἑβδομάδος μόνας, εἰς μόνα τῶν Ἀνατολικῶν τά τέκνα, μετά τήν ἀπόλυσιν τῶν ἑτε­ροδόξων ὁποιωνδήποτε, παρεκτός ἄν κἀνείς ἀπό τούς γονεῖς τούτων αὐτόκλητος ζητήσῃ δίς καί τρίς, ὡς χά­ριν, τήν εἴσοδον τοῦ τέκνου του εἰς τῆς κατηχήσεως τήν παράδοσιν» (ἔκδ. ἐν Ἀθήναις, 1933, ὑπό Θεμ. Π. Βο­ρίδου).
Γιά τό περιεχόμενο τῆς Ὀρθοδόξου Χριστιανικῆς ἀ­γω­γῆς ἔχει γίνει πολλή συζήτησις ἀπό ἀξιολόγους θεο­λόγους. Κατά καιρούς, μέ ἀνακοινώσεις σέ συνέδρια καί μέ ἄρθρα, ἔχουν γίνει προτάσεις γιά τήν ὑπέρβασι τῶν δυτικῶν θεολογικῶν ἐπιδράσεων στό ἀναλυτικό πρόγραμμα καί στό περιεχόμενο τοῦ μαθήματος. Στό­χος τῶν προτάσεων ἦταν ὁ προσανατολισμός τοῦ μα­θή­μα­τος πρός τήν κατεύθυνσι τῆς καλλιεργείας τοῦ Ὀρ­θο­δό­ξου ἐκκλησιαστικοῦ φρονήματος. Ὁ καθηγητής Νί­κος Ματσούκας π.χ. ἔγραφε μεταξύ ἄλ­λων: «Κατα­λα­βαί­νει κανείς εὔκολα πώς δέν εἶναι δυ­να­τό νά εὐ­ο­δω­θοῦν οἱ σκοποί τοῦ θρησκευτικοῦ μαθή­μα­τος, πού στήν προκειμένη περίπτωση γιά μᾶς εἶναι ἡ καλλιέρ­γεια τοῦ ὀρθοδόξου φρονήματος, ἄν δέν ὑπάρχουν τά πολιτιστικά ἀγαθά τῆς βυζαντινῆς μας παραδόσεως καί δάσκαλοι πού θά ἐμπνεύσουν τό μεράκι γι’ αὐτά τά ἀγαθά. Προϋποτίθεται βέβαια ἡ ὕπαρξη τοῦ ζωντανοῦ χριστιανικοῦ πνεύματος πού ἐκφράζεται στά πλαίσια τῆς λατρείας». Καί σχεδόν συμπερασματικά, σάν μία προτροπή ἐξόδου τῆς θεολογίας καί τῆς θρησκευτικῆς παιδείας ἀπό τήν «βαβυλώνεια αἰχμαλωσία» τους στά δυ­τικά πρότυπα, συμπληρώνει: «Τό ἀναλυτικό πρό­γραμ­μα τοῦ θρησκευτικοῦ μαθήματος πρέπει νά ἀ­να­θε­ω­ρη­θεῖ ἀπό τά βάθρα του καί νά δοθεῖ μέ τρόπο πιό συγ­κεκριμένο ἡ ἱστορική ζωή τῆς Ὀρθοδοξίας» (πε­ρι­οδ. ΣΥΝΑΞΗ, τεῦχ. 1 [1982], σελ. 36 καί 40).
Νέος βαρλααμιτισμός.
Μέ τό νέο Πρόγραμμα Σπουδῶν, εἰς πεῖσμα τῆς ἀ­νάγ­κης γιά μία Ὀρθόδοξο διδαχή μέ τά «ἀγαθά τῆς βυ­ζαντινῆς μας παραδόσεως», ἐπιβάλλεται ἕνας σύγχρο­νος βαρλααμιτισμός πού εἰσχωρεῖ βάναυσα στά σπλάγ­χνα τοῦ Γένους. Ἡ οὐμανιστική παιδεία, μέ μορφή δια­φο­ρε­τική ἀπό ἐκείνη τοῦ παλαιοῦ βαρλααμιτισμοῦ, μέ τά χαρακτηριστικά τοῦ πανθρησκειακοῦ συγκρητι­σμοῦ, εἰσβάλλει στά σχολεῖα γιά νά ἀκυρώσῃ τήν Παι­δεία τοῦ Γένους. Ἐπιχειρεῖται νά ἀποκοποῦν τά παι­διά ἀπό τίς ζωογόνες ρίζες τῆς πατροπαραδότου Ὀρ­θο­δό­ξου Πίστεως, πού καθιστᾶ τούς ἀνθρώπους Σῶ­μα Χριστοῦ, Ἐκκλησία Χριστοῦ, «κοινωνούς θείας φύ­σε­ως» (Πρβλ. Β΄ Πέτρ. 1, 4), καί νά ἀφομοιωθοῦν στήν χο­ά­νη μιᾶς οὐμανιστικῆς θρησκευτικότητος, πού δέν ἐ­λευ­θε­ρώ­νει τόν ἄνθρωπο ἀπό τήν ἁμαρτία καί τόν θά­να­το, δέν τόν ὁδηγεῖ στόν ἁγιασμό καί τήν θέωσι, ἀλ­λά, τοὐναν­τίον, τόν προετοιμάζει γιά νά ἀποδεχθῇ τήν δαι­μο­νι­κή Πανθρησκεία.
Αὐτός ὁ ἰδιότυπος νεοβαρλααμιτισμός ἐπιβάλλεται ἀπό μία μερίδα θεολόγων, οἱ ὁποῖοι δείχνουν πώς ἐ­χθρεύ­ονται τήν ἡσυχαστική θεολογία τοῦ ἁγίου Γρηγο­ρίου τοῦ Παλαμᾶ, τήν μαρτυρική Ὀρθοδοξία τῶν Νε­ο­μαρ­τύρων, τήν ἀσκητική παιδεία τῶν Κολλυβάδων, τήν ἁπλοϊκή πίστι τῶν ἀγωνιστῶν τῆς Παλιγγενεσίας τοῦ 1821. Οἱ θεολόγοι αὐτοί δέν κατανοοῦν ὅτι ἀντιστρατεύονται τόν λόγο τῶν Προφητῶν, τῶν Ἀποστόλων καί τῶν Πατέρων, ὁ ὁποῖος δέν ἀναγνωρίζει ἄλλες ὁ­δούς σωτηρίας πλήν τοῦ Κυρίου μας Ἰησοῦ Χριστοῦ. «Οὐκ ἔστιν ἐν ἄλλῳ οὐδενί ἡ σωτηρία· οὐδέ γάρ ὄνο­μά ἐστιν ἕτερον ὑπό τόν οὐρανόν τό δεδομένον ἐν ἀν­θρώ­ποις ἐν ᾧ δεῖ σωθῆναι ἡμᾶς» (Πράξ. 4, 12). Δέν κα­τα­νοοῦν ἑπομένως ὅτι, στεροῦντες ἀπό τά Ὀρθόδοξα Ἑλ­λη­νό­πουλα τήν ἀναγκαία γι’ αὐτά Ὀρθόδοξη ἐκκλη­σια­στική παιδεία καί ἐπιβάλλοντες τήν δημόσια πολυ­θρησ­κεια­κή θρησκευτική ἐκπαίδευσι, φανερώνουν τήν κρί­σι θεολογίας καί πιό πολύ τήν κρίσι πίστεως, στήν ὁ­ποία βρίσκονται, γιά νά θυμηθοῦμε τόν σχετικό λόγο τοῦ π. Γεωργίου Φλωρόφσκυ. Διερωτᾶται κανείς, ἐάν μπο­ρεῖ οἱ θεολόγοι αὐτοί νά θεωροῦνται μέλη τῆς Ὀρ­θο­δόξου Ἐκκλησίας, ὅταν ἐν τοῖς πράγμασι ὑπονομεύ­ουν τό διδακτικό της ἔργο στίς εὐαίσθητες ἀκόμη ψυ­χές τῶν μαθητῶν. Ἡ ἀλήθεια εἶναι ὅτι δέν μποροῦν νά εἶναι ἐντός τοῦ περιβόλου τῆς Ἐκκλησίας, δέν μποροῦν νά εἶναι μέλη τοῦ Σώματος τοῦ Χριστοῦ, ἐφ’ ὅ­σον τό ὑποσκάπτουν.
Ἀπο-Χριστοποίησις τῆς θρησκευτικῆς ἀγωγῆς.
Οἱ ἐμπνευσταί τοῦ νέου Προγράμματος Σπουδῶν φαί­νεται νά πιστεύουν ὅτι ὁ λαός μας δέν χρειάζεται τόν Χριστό στήν Παιδεία, ἀλλά ὅτι ἔφθασε ἡ ὥρα νά ζη­τήσῃ ἀπό τόν Χριστό νά «ἀπέλθῃ τῶν ὁρίων αὐ­τῶν». Ὅμως, πρίν ἀπό ἐμᾶς, ἄλλοι λαοί, τῶν ὁποίων τίς ἀρχές διδασκαλίας τοῦ θρησκευτικοῦ μαθήματος πασ­χί­ζουμε νά ἀντιγράφουμε, εἶχαν διώξει τόν Χριστό ἀ­πό τήν παιδεία τους καί ἔζησαν τίς συνέπειες τῆς ἀ­πο­μα­κρύν­σεώς Του. «Τό σχολεῖον τῆς Εὐρώπης ἔχει ἀ­πο­χω­ρι­σθῆ ἀπό τήν πίστιν εἰς τόν Θεόν. Εἰς αὐτό ἔγκει­ται ἡ μεταστροφή της εἰς δηλητηριάστριαν, εἰς αὐ­τό καί ὁ θάνατος τῆς εὐρωπαϊκῆς ἀνθρωπότητος», εἶ­πε μέ κάθε εἰλικρίνεια ὁ βαθύς γνώστης τῆς εὐρωπαϊκῆς κουλτούρας, ἅγιος Νικόλαος Βελιμίροβιτς, ὁ ὁ­ποῖος ἔ­ζησε στό ἴδιο του τό σῶμα τήν βαρβαρότητα τῆς ἀ­πο­χριστιανοποιημένης Εὐρώπης, ὅταν ἦταν αἰχμά­λωτος τῶν Ναζί στά στρατόπεδα τοῦ Νταχάου.
Ὁ σύγχρονος νεοελληνικός οὐμανισμός ἐπιβάλλει στούς Νεοέλληνες νά διώξουν ἀπό τήν δημόσια θρη­σκευ­τική Ἐκπαίδευσι τόν Χριστό τῆς Ὀρθοδόξου Πα­ρα­δόσεως καί νά δεχθοῦν τήν νεοεποχίτικη πολυθρη­σκει­ακή θρησκευτική παιδεία, τήν παιδεία τῆς Παν­θρη­σκείας. Ἐλπίζουμε ὅτι ὁ λαός μας δέν θά ὑποκύ­ψῃ στίς ἐπι­λογές μιᾶς μειοψηφίας θεολόγων καί δια­μορ­φω­τῶν τῆς δημόσιας παιδείας, ἀλλά θαρραλέα θά ζη­τή­σῃ ἀπό τούς ἁρ­μοδίους παράγοντες τῆς Πολι­τεί­ας νά ἐ­παν­ε­ξε­τάσουν τό θέμα, νά τό θέσουν σέ ἕ­να οὐ­σι­α­στι­κό δημοψήφισμα, ἀφοῦ ἀκουσθοῦν καί οἱ Ὀρ­θό­δο­ξες καί οἱ πανθρησκειακές προτάσεις, γιά νά ἐ­πι­λέ­ξῃ μόνος του ἄν ἀκόμη θέλῃ τόν Χριστό στήν Παι­δεία ἤ ἄν ἐπιθυμῇ τήν ἀπο-Χριστοποίησί της.
Ἀνατροπή, χωρίς νά ἐρωτηθῇ ὁ πιστός λαός.
Πιστεύουμε ὅτι ὁ ἑλληνικός λαός, παρά τίς ἁ­μαρ­τί­ες του πού τόν ὡδήγησαν στήν παροῦσα πολύ­πλευ­ρη κρίσι, στό βάθος τῆς ψυχῆς του εἶναι πιστός στήν Ὀρ­θο­δο­ξία καί τήν Ἐκκλησία του. Αὐτό τό δεί­χνει, ὁσά­κις οἱ περιστάσεις τοῦ ἐπιτρέπουν νά ἐκ­φρά­ζῃ ἀνε­πη­ρέαστος τήν πίστι του στόν Χριστό καί τήν Ἐκκλη­σία. Τήν Ὀρθόδοξη Χριστιανική παι­δεία προ­τιμοῦν ὄχι μό­νο τό τρία τοῖς ἑκατόν τῶν Νεοελ­λήνων πού ἐκ­κλησι­άζονται τίς Κυριακές ἀλλά καί ἡ συντριπτική τους πλει­οψηφία πού αἰσθάνονται καί δηλώνουν Χριστια­νός Ὀρθόδοξος, πού τιμοῦν τίς μεγάλες ἑορτές τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας, πού βαπτίζουν τά παιδιά τους, πού ἀγα­ποῦν τίς χρι­στιανικές τους παραδόσεις, πού κάποτε μετανοοῦν γιά τά λάθη τους, πού παίρνουν τό ἐφόδιο τῆς αἰωνίου Ζωῆς, πού ἀφήνουν τήν τελευταία τους πνοή μέ ἐλπίδα στόν Χορηγό τῆς ζωῆς καί Νικητή τοῦ Θα­νά­του.
Αὐτά τά παρακάμπτουν οἱ ἐπίδοξοι μεταρρυθμισταί τῆς θρησκευτικῆς παιδείας τοῦ Γένους. Θέλουν νά νοι­ώθουν ἐκσυγχρονισταί καί ὄχι «ἑπόμενοι τοῖς ἁγίοις πα­τράσι». Ἀλλοιῶς δέν ἐξηγεῖται ἡ ἐμμονή τους σέ δυ­τι­κόφερτες μεθόδους πού ἀκολουθοῦν τίς ἀρχές τῆς θεωρίας τοῦ «θρησκευτικοῦ γραμματισμοῦ», μιᾶς θε­ω­ρίας πού δέν ἀνταποκρίνεται στούς στόχους τῆς Ὀρ­θοδόξου ἀγωγῆς, πού δέν συμβιβάζεται μέ τήν προ­ο­πτική τῆς θεώσεως. Ἀλλοιῶς δέν ἐξηγεῖται τό ὅτι, ἄν καί εἶναι Ὀρθόδοξοι θεολόγοι, δέν ἀντιλαμβάνονται ὅτι ἡ θρησκευτική ἀγωγή γιά τά Ὀρθόδοξα παιδιά πρέπει νά βασίζεται στήν πίστι καί στήν ζῶσα ἐμπειρία τῆς Ἐκ­κλη­σίας, στό κέντρο τῆς ὁποίας εἶναι ὁ Θεάνθρωπος Κύ­ριος Ἰησοῦς Χριστός.
Γιά μία ἀκόμη φορά τό ἴδιο δίλημμα ὀρθώνεται μπροστά μας. Οὐμανιστική ἤ θεανθρωποκεντρική παι­δεία; Συσχηματισμός μέ τόν κόσμο ἐν ὀνόματι μιᾶς δῆθεν προσαρμογῆς στά νέα κοινωνικά δεδομένα ἤ προσ­ήλωσις στήν πάντοτε καινή καί οὐδέποτε ἐκκο­σμι­κευόμενη παιδαγωγική τοῦ μόνου ἀληθινοῦ Παιδαγω­γοῦ, ὁ ὁποῖος μᾶς κάνει δικό Του Σῶμα, Ἐκκλησία Του, αὐθεντική εἰκόνα Του;
Ἡ διαχρονική μαρτυρία τοῦ Ἁγίου Ὄρους.
Στό βιβλίο της «Τό Ἅγιον Ὄρος καί ἡ Παιδεία τοῦ Γένους μας» (1984), ἡ Ἱερά Κοινότης τοῦ Ἁγίου Ὄρους γρά­φει: «Δέν μποροῦμε ἀτιμωρητί οἱ ὀρθόδοξοι Ἕλ­ληνες νά παιδιαρίζωμε, στηριζόμενοι σ’ ὁποιαδή­ποτε δι­και­ολογία ἤ, περισσότερο, νά αὐθαδιά­ζω­με.
Ἄν αὐτοί πού προηγήθηκαν ἡμῶν, καί ἔζησαν καί τά­φηκαν σέ τοῦτα τά χώματα, αὐτοσχεδίαζαν κάνον­τας τό κέφι τους, τότε θά μπορούσαμε καί μεῖς νά συν­ε­χίσωμε αὐτοσχεδιάζοντας.
Ἄν ὅμως ἔζησαν διαφορετικά... τότε δέν μποροῦμε ἀτιμωρητί νά αὐτοσχεδιάζωμε, νά κάνωμε πρόβες, νά παίζωμε ἐν οὐ παικτοῖς.
Ἄν δέν εἶχε θεολογήσει ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλα­μᾶς ὅπως θεολόγησε, ἀνακεφαλαιώνοντας τήν πεῖρα καί τή ζωή τῆς Ὀρθοδοξίας, σβήνοντας τή δίψα τοῦ ση­μερινοῦ βασανισμένου νέου ἀνθρώπου. Ἄν δέν ἦσαν γενάρ­χες τοῦ νέου Ἑλληνισμοῦ ἕνας ἅγιος Κοσμᾶς ὁ Αἰτωλός καί ἕνας Μακρυγιάννης. Ἄν δέν ὑπῆρχαν ὅλα αὐτά στό αἷμα μας, τότε θά μπορούσαμε νά κάνωμε ὅ,τι μᾶς κατέβη.
Τώρα δέν εἶναι ἔτσι. Τώρα βρισκόμαστε ἐν τόπῳ καί χρόνῳ ἁγίῳ. Δέν μπορεῖ νά εἴμαστε ἐπιπόλαιοι. Δέν ἀνήκομε στόν ἑαυτό μας. Ἀνήκομε σ’ αὐτούς πού μᾶς γέννησαν καί σ’ ὅλο τόν κόσμο. Εἴμαστε χρεωμένοι μέ πνευματική κληρονομιά» (σελ. 68-70).
Αὐτή εἶναι ἡ ἀλήθεια. Ὁ ἅγιος Κοσμᾶς ὁ Αἰτωλός ἵδρυε σχολεῖα γιά νά ὁδηγῆται δι’ αὐτῶν ὁ λαός σέ θε­ο­γνωσία, ὄχι σέ στεῖρα ἐγκυκλοπαιδική γνῶσι. Ἡ γνω­σιολογία, ἡ ὁποία χαρακτηρίζει τό φρόνημα καί δι­έ­πει τά κηρύγματα τοῦ ἐθναποστόλου ἁγίου Κοσμᾶ, δέν εἶναι ἡ γνωσιολογία τῶν ἐγκυκλοπαιδιστῶν, τῶν εὐ­ρω­παί­ων καί ἑλλήνων διαφωτιστῶν τοῦ 18ου αἰῶ­νος, τῶν βαυαρῶν ἀρχιτεκτόνων τῆς νεωτέρας παι­δεί­ας τοῦ ἑλ­λη­νικοῦ κράτους. Ἡ γνωσιολογία του εἶ­ναι εὐ­θυ­γραμ­μισμέ­νη μέ ἐκείνην τῶν Προφητῶν, τῶν Ἀποστό­λων καί τῶν Πατέρων μέχρι τοῦ ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Πα­λα­μᾶ. Σέ αὐτήν τήν παιδεία προσανατόλιζε τό δοῦ­λον Γένος, ὅταν ἔλεγε: «Διατί ἀπό τό σχολεῖον μαν­θά­νομεν τό κατά δύναμιν τί εἶναι Θεός, τί εἶναι Ἁ­γία Τρι­άς, τί εἶναι ἄγγελοι, ἀρχάγγελοι, τί εἶναι δαίμο­νες, τί εἶ­ναι Παράδεισος, τί εἶναι Κόλασις, τί εἶναι ἁμαρ­τία, τί εἶναι ἀρετή. Ἀπό τό σχολεῖον μανθάνομεν τί εἶ­ναι ἁ­γία Κοινωνία, τί εἶναι Βάπτισμα, τί εἶναι τό ἅ­γι­ον Εὐ­χέ­λαι­ον, ὁ τίμιος Γάμος, τί εἶναι ψυχή, τί εἶναι κορ­μί, τά πάντα ἀπό τό σχολεῖον τά μανθάνομεν» (Ἰω. Με­νού­νου, Κοσμᾶ τοῦ Αἰτωλοῦ Διδαχές, ἐκδ. Τῆνος, σελ. 142).
Πιστεύουμε ὅτι οἱ ἐκτιμήσεις μας γιά τήν βούλησι τοῦ Ὀρθοδόξου ἑλληνικοῦ λαοῦ στό θέμα τῆς θρησκευ­τι­κῆς παιδείας εἶναι ὀρθές καί ὁ λαός μας, ἄν ἐρωτη­θῇ, θά προτιμήσῃ νά μείνῃ πιστός στήν παρακαταθή­κη τῶν πατέρων του καί δέν θά ἀποδεχθῇ ἕνα πανθρη­σκει­ακό μάθημα γιά τά παιδιά του. Θά προτιμήσῃ νά καταργηθῇ τό μάθημα τῶν Θρησκευτικῶν παρά νά ἐκ­πέσῃ σέ μία ἀντίχριστη θρησκευτική ἀγωγή! Θά ἦταν προτιμότερο γι’ αὐτόν νά καταργηθῇ τό μάθημα καί νά προσφέρῃ μία Ὀρθόδοξη παιδεία στά παιδιά του ἔξω ἀπό τό δημόσιο σχολεῖο, παρά νά ἀποδεχθῇ μία δημόσια μύησι στήν ἐπερχόμενη Πανθρησκεία.
Ἐάν παρά ταῦτα ὁ λαός μας ἐνσυνείδητα προτιμήσῃ νά ἀπομακρύνῃ τόν Χριστό ἀπό τήν δημόσια παιδεία, θά εἶναι μοιραῖα ἐκεῖνος ὑπεύθυνος τῆς ἐπιλογῆς του. Ὁ Χριστός, ὅπως μαρτυρεῖται στό Ἱερό Εὐαγγέλιο, δέν ἐκβιάζει κανένα. Εἶναι Θεός τῆς ἐλευθερίας. «Κρούει τήν θύραν» καί περιμένει νά τόν δεχθοῦμε. Ἀλλά καί ἀπομακρύνεται, ὅταν ἐμεῖς δέν τόν δεχόμαστε. Μό­νον ἄς γνωρίζουμε ὅτι τό τίμημα τῆς ἀπουσίας τοῦ Χρι­στοῦ ἀπό τήν ζωή μας θά εἶναι βαρύ, θά εἶναι ὁ ὄ­λεθρος. Ὅπως λέγει ὁ προφητικός λόγος: «ὅτι ἰ­δού οἱ μακρύνοντες ἑαυτούς ἀπό σοῦ ἀπολοῦνται» (Ψαλμ. 72, 27). Καί ὅπως γράφει ὁ ἅγιος Νικόλαος Ἀ­χρί­δος: «Ὁ Χριστός ἀπεμακρύνθη ἀπό τήν Εὐρώπην, ὅ­πως κάποτε ἀπό τήν χώραν τῶν Γαδαρηνῶν, ὅταν οἱ Γα­δα­ρη­νοί τό ἐζήτησαν. Μόλις ὅμως Αὐτός ἔφυγεν, ἦλ­θε πό­λε­μος, ὀργή, τρόμος καί φρίκη, κατάρρευσις, κατα­στρο­φή».
Στήν ὁδό πρός τήν Πανθρησκεία.
Συνοψίζοντες τά ἀνωτέρω διαμαρτυρόμεθα σέ ὅ­λους τούς τόνους καί πρός κάθε κατεύθυνσι γιά τό ὅτι μέ τό νέο Πρόγραμμα Σπουδῶν ἐξισώνονται ὁ Χριστός μέ τόν Μωάμεθ, τόν Βούδα, τόν Κομφούκιο, καί ἡ ἐν Χριστῷ ζωή μέ τήν θρησκευτικότητα τῶν ἄλ­λων θρη­σκει­ῶν, δηλαδή διδάσκεται στά παιδιά ὅτι σωτη­ρία ὑ­πάρχει καί στίς ἄλλες θρησκεῖες. Ὅσοι τό πράτ­τουν, κη­ρύσ­σουν «ἕτερον εὐαγγέλιον», εὐαγγέλιο πλά­νης, μέ τό ὁποῖο δέν μποροῦμε νά συμφωνήσουμε. Ἐκ­φρά­ζου­με τήν ἐλπίδα ὅτι οἱ πολιτικοί μας ἡγέται καί οἱ ἐκκλη­σια­στικοί μας ἄρχοντες δέν θά ἐπιτρέψουν νά ἐξ­ι­σώ­νεται στίς ψυχές τῶν Ὀρθοδόξων μαθητῶν ἡ Ἀλή­θεια μέ τό ψεῦδος, διότι τό φοβερό αὐτό πλῆγμα τῆς δαι­μο­νι­κῆς Νέας Ἐποχῆς στό σῶμα τοῦ εὐλογημένου Ὀρ­θο­δό­ξου λαοῦ μας θά ἀποτελέσῃ ἀσυγχώρητο λά­θος τῆς γενεᾶς μας, ἡ ὁποία καί θά πληρώσῃ τό βαρύ τί­μη­μα αὐτῆς τῆς ἀποστασίας.
Ὁ Καθηγούμενος τῆς Ἱερᾶς Μονῆς Ὁσίου Γρηγορίου
Ἀρχιμ. Γεώργιος

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου