Οι νεομάρτυρες
Σπουδαιοτάτη εκδήλωσις ενισχύουσα τον λαόν εις την Χριστιανικήν πίστιν ήτο το μαρτύριον όπερ υφίσταντο οι υπέρ πίστεως αποθνήσκοντες, οι γενικώς νεομάρτυρες αποκληθέντες. Πρωτίστη αιτία του μαρτυρίου αυτών υπήρξεν η μισαλλοδοξία και ο θρησκευτικός φανατισμός των δυναστών, οίτινες εζήτουν ευκαιρίας εξισλαμισμού των υποδούλων. Πας χριστιανός, δι’ οιανδήποτε αιτίαν καταδικασθείς εις θάνατον, ηδύνατο ν’ απαλλαγή εάν εγίνετο Μουσουλμάνος. Πολλάκις και δια προσωπικούς λόγους ωδηγούντο προ των ιεροδικαστών Χριστιανοί, ήρκει δε ψευδής μαρτυρία ότι ύβρισε τον Μωάμεθ, ίνα καταδικασθώσιν εις θάνατον και ν’ απαλλαγώσι μόνον δια της προσελεύσεως εις την θρησκείαν του Μωάμεθ. ΙΙολλάκις, χάριν παιδιάς, Τούρκοι έθετον σαρίκιον επί κεφαλής Χριστιανού, ή πολλάκις Χριστιανός τις έλεγεν απροσέκτως ή αφελώς τουρκιστί τας λέξεις «Δόξα σοι ὁ Θεός», ή ανεγίνωσκεν ως μάθημα την μουσουλμανικήν ομολογίαν πίστεως, ή εν παραφορά έλεγεν ότι θα γίνη Τούρκος- εις όλας ταύτας τας περιπτώσεις εξηναγκάζετο εις τον εξισλαμισμόν, μη πειθόμενος δε υφίστατο φρικτάς βασάνους και θάνατον. Πάσα ύποπτος σχέσις μετά Μουσουλμανίδος συνεπήγετο θάνατον. Οι νεομάρτυρες, περιφρονούντες τας βασάνους και τον θάνατον, ηρωικώς ηγωνίζοντο ως οι μάρτυρες των πρώτων αιώνων του Χριστιανισμού υπέρ της πίστεως, στηρίζοντες εις αυτήν τους υποδούλους και οπλίζοντες αυτούς δι’ υπομονής και καρτερίας. Ου μόνον ημέτεροι αλλά και ξένοι, αυτόπται μάρτυρες γενόμενοι του ηρωικού αγώνος των νεομαρτύρων, περιέγραψαν αυτόν. Το μαρτύριον τους υπήρξεν εκδήλωσις της δυνάμεως του Χριστιανισμού.
ΙΙολλούς των νεομαρτύρων κατέταξεν εις τον χορόν των αγίων η Εκκλησία, αλλά επειδή δια του φόβου των Τούρκων δεν ήτο δυνατόν να πράξη τούτο δια πάντας, το μαρτύριον αυτό καθ’ εαυτό εθεωρήθη αρκετόν προς κατάταξιν των νεομαρτύρων μεταξύ των αγίων. Ετιμώντο δε ούτοι τοπικώς εις τούς τόπους των μαρτυρίων των. Η Εκκλησία «ἐκανόνισεν», αναγράψασα εις τον χορόν των αγίων, και άλλους διακριθέντας επί αγιότητι βίου και άνδρας και γυναίκας. Ούτω, ευθύς μετά την άλωσιν της Κωνσταντινουπόλεως, εκανονίσθη η οσία Ματρώνα ή Χιοπολίτισσα, ωσαύτως εκανονίσθησαν οι δύο άγιοι πατριάρχαι ΚΚωνσταντινουπόλεως Διονύσιος Α΄ (1466-1471, 1489-1491) και Νήφων Β΄ (1486-1489, 1497-1498). Κατά τους αυτούς χρόνους ήκμασε και ο άγιος Διονύσιος αρχιεπίσκοπος Αιγίνης (†1624), εκ Ζακύνθου μεν καταγόμενος, εν Αθήναις δε χειροτονηθείς. Το ιερόν του λείψανον σώζεται εν Ζακύνθω, ως εν Κερκύρα του αγίου Σπυρίδωνος και εν Κεφαλληνία του άγιου Γερασίμου, ον εκανόνισεν ο μέγας πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως Κύριλλος Λούκαρις. Ο αυτός εκανόνισε και τον εν Κρήτη ασκήσαντα άγιον Ιωάννην ερημίτην και τους συν αυτώ. Μεσούντος του Ιζ΄ αιώνος διεκρίθησαν επί αγιότητι βίου οι εξ Ιωαννίνων αδελφοί Αψαράδες Θεοφάνης († 17 Μαΐου 1544) και Νεκτάριος (7 Απριλίου 1550), ιδρυταί γενόμενοι της μονής Βαρλαάμ Μετεώρων, ο άγιος Διονύσιος, ιδρυτής της επί του Ολύμπου φερωνύμου μονής, και ο άγιος Βησσαρίων Λαρίσης και άλλοι. Δια πατριαρχικής και συνοδικής πράξεως ο Οικουμενικός πατριάρχη Ματθαίος Β΄ (1595-1600 το β΄) κατέταξε «τῷ χορῷ τῶν ὁσίων καὶ ἁγίων γυναικῶν» την Αθηναίαν Φιλοθέην Μπενιζέλου († 19 Φεβρουαρίου 1589), οσίως μεν βιώσασαν, λαμπρώς δε όπερ της κοινωνίας εργασθείσαν και τέλος θανούσαν εκ των παρά των Τούρκων κακώσεων, διότι εφυγάδευσεν Ελληνίδας τινάς. Πάντες ούτοι οι άγιοι, ως και οι κατά τούς εφεξής αιώνας αναφανέντες, εξεδήλουν το αληθές πνεύμα και την δύναμιν του Χριστιανισμού και δια της αγιότητος του βίου αυτών και δια των έργων των αγαθών υπέρ της κοινωνίας .
ΙΙόσοι και τίνες υπήρξαν οι άγιοι και οι μάρτυρες των υπ’ όψιν ημών χρόνων δεν είναι κυρίως ειπείν, γνωστόν. Τελευτώντος του Ιη΄ αιώνος ο πολύς Ευγένιος Βούλγαρις, εν θαυμασία επιστολιμαία διατριβή προς τον Πέτρον Κλαίρκιον «ΙΙερὶ τῶν μετὰ τὸ σχίσμα ἁγίων τῆς Ὀρθοδόξου Ἀνατολικῆς Ἐκκλησίας καὶ τῶν γινομένων ἐν αὐτῇ θαυμάτων», απαριθμήσας τους γνωστοτέρους αγίους και μάρτυρας, «γίνωσκε» λέγει, «ὅτι οὖτοι μερὶς βραχεῖά ἐστι τῶν παρ' ἡμῖν νεοφανῶν ἁγίων, δείγματος ἕνεκεν ἀπὸ μνημονευθέντες, πολλοὶ δὲ καὶ ἄλλοι ὑπάρχουσιν, ὦν οἱ μὲν ἤδη ἐκανονίσθησαν ὑπὸ τῆς Ἐκκλησίας, οἱ δὲ θ’ ἀπογραφῶσι καὶ θὰ κανονισθῶσιν ἐν ἡμέρᾳ βουλῆς Κυρίου, ὅτε ἵλεως ἐφ’ ἡμᾶς, καὶ ἐπὶ τὴν Ἐκκλησίαν Αὐτοῦ θὰ εὐδοκήση νὰ ἐπιβλέψῃ ὁ φιλάνθρωπος. Διότι πολλούς τοῖς παλαιοῖς ἐφαμίλλους ἁγίους καὶ ὁ ὕστερον ἀνέδειξε χρόνος, οὐδ’ εἶναι δυνατὸν ν’ ἀριθμήση τις τοὺς ἐν ταῖς μοναῖς τοῦ Σινᾶ καὶ τοῦ Ἄθω καὶ ἐν ταῖς ἐρήμοις ἐπ’ ἀρετῇ καὶ βίου ἁγιότητι διαλάμποντας. Παρατρέχω τοὺς ὑπὲρ Χριστοῦ παντοίως ὑπὸ τῶν τυραννούντων ὁσημέραι κακουμένους, καὶ ὅσα οὐδ’ εἶναι δυνατόν τις νὰ διεξέλθῃ πάσχοντας, τοὺς ἄνω καὶ κάτω φερομένους καὶ στρεφομένους, τοὺς ἐν δεσμωτηρίοις καθειργνυμένους, τοὺς ἐν τριήρεσι, τοὺς ἐν λατομίαις, τοὺς ἐν μεταλλείοις βίον κόπων καὶ ταλαιπωριῶν διάγοντας καὶ τέως καταγηρά... τοὺς ἐν μυρίοις βασάνων εἴδεσι κατατεινομένους καὶ ἐν ὀρθῇ τέως ὁμολογία ἐκπνέοντας».
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου